- ατάρακτος
- και ατάραχος και ατάραγος, -η, -ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, -ον)ήρεμος, γαλήνιοςνεοελλ.1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθήςαρχ.1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός2. αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει ταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ατάρακτος και ατάραγος < α- στερ. + ταράσσω, ενώ ο τ. ατάραχος < α- στερ. + -ταραχος < ταραχή < ταράσσω].
Dictionary of Greek. 2013.